σπά(γ)ος 01 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σπάγος καί Σπάος /ὁ/ (Ἰ. spago, Ἀλ. σπάκγου) = θώμιγξ, σπάγγος, λεπτὸν σχοινίον.