σουβλιμέντο (το)
ο αδυνατισμένος και λεπτοκαμωμένος άνθρωπος. “έγινε σουβλιμέντο …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σουβλιμέντο /τὸ/ (Λ. subula) = λεπτεπίλεπτος, ἰσχνὸς (σὰν σουβλί).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης