σούσουρο (το)
φασαρία, κουτσομπολιό, ψίθυρος για κάποια σκανδαλώδη πράξη
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σούσ(ου)ρο /τὸ/ (Ἰ. susurro) = ψίθυρος, σκάνδαλον, θόρυβος, ταραχή.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
φασαρία, κουτσομπολιό, ψίθυρος για κάποια σκανδαλώδη πράξη
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σούσ(ου)ρο /τὸ/ (Ἰ. susurro) = ψίθυρος, σκάνδαλον, θόρυβος, ταραχή.