σουσ(ου)μανιάζω 01 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σουσουμανιάζω (σύσσημος -αίνω) = ἐμφανίζω ἁρμονίαν χαρακτηριστικῶν, ὀμμορφαίνω.