σουρίστρα (η)
σφυρίχτρα. βλ και σουλίστρα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σουρίστρα /ἡ/ = σφυρίχτρα, ὄργανον τοῦ πρώτου τυχόντος, ἐπιπόλαιος, ἄστατος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
σφυρίχτρα. βλ και σουλίστρα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σουρίστρα /ἡ/ = σφυρίχτρα, ὄργανον τοῦ πρώτου τυχόντος, ἐπιπόλαιος, ἄστατος.