σούδιτος (ο)
ο πολίτης, ο υπήκοος (ιτ. suddito)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σούδιτος /ὁ/ ἀρχ. (Ἰ. suddeto) = προδηλωθείς, προειρημένος, προλεχθείς. (Ι. suddito) = ὑπήκοος, πολίτης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης