σοτοπόστος (ο)
ο υποκείμενος, ο υπεύθυνος. Η λέξη χρησιμοποιούνταν παλιότερα σε μισθωτήρια συμβόλαια.
π.χ. συμφωνητικό του 1711 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας): “να είναι (ο μισθωτής) σοτοπόστος σε κάθε ντάνο” (=ζημιά), δηλ. να πληρώνει ακόμα, και από τις θύελλες και νεροποντές.