σοστίζω 30 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σοστίζω (ἴσος-στάσις, Ἰ. sostare) = ἰσοσταθμίζω, φθάνω, προφθάνω, ἀναπαύομαι, ἡσυχάζω.