Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σόρς

(ο) Παρατσούκλι χωριανού, από το σινιόρ, βενετσιάνικο sior, ιταλικά senior-seniore. “Είναι, αφέντη, του σιόρη Χ.” (Λασκαράτος).

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.