σόιρα (τα)
οι αυλές, οι κήποι, τα σωκήπια των σπιτιών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
σόϊρα (τά): τά ἐσωκήπια τῶν σπιτιῶν, οἱ αὐλές. (Πιθανόν ἀπό τήν ἰταλική λέξη serra = θερμοκήπιο).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου