Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σμίγω

Σμίγω (ἐς-μίγνυμι) = ἀναμιγνύω -ομαι, συνευρίσκομαι, συναντῶ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σμίγω § μιγνύω. ΚΝ. Π. συνατῶ τινα. Π. τὰ βουνὰ δὲ σμίγουνε· οἱ ἄνθρωποι σμίγουνε. Ἐκ τούτου καὶ σμιγὸ λέγομεν τὸν μεμιγμένον σῖτον μετ’ ἄλλων δημητριακῶν καρπῶν.

Σημ. Ἐκ τοῦ μίσγω κατὰ μετάθ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.