Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκύλακας (ο)

γη σκληρή και άγονη, γη πυλώδης

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Σκύλακας /ὁ/ (σκέλλω) = ἀργιλλώδης ξηρὰ καὶ ἄφορος γῆ, φλίσχης, μάργη.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σκύλακας = ἄγονο καί σκληρό ἔδαφος ἰδίως κοκκινόχωμα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.