Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκροβοντάω

χτυπώ με μανία κάτω κάποιον ή κάτι.
φράσεις: “Θα σε σκροβοντήσω κατά γης” – “Έφαγα σκροβον΄τσά που μού ΄ρθε ο ουρανός κολοκύθι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκροβοντάω (Ἰ. sconfodare) = πλήσσω χαμαί, ἀνατρέπω εἰς τὸ δάπεδον μετὰ κρούσεως, χτυπάω κάτω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σκροβοντάω § ῥίπτω τινὰ κατὰ γῆς. Μέσ. ’σκροβοντιῶμαι = πίπτω κατὰ γῆς. Π. πρόσεχε μὴ ’σκροβοντηστῇς.

Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ἀσκὸς-βροντάω = κτυπῶ κατὰ γῆς ὡς ἀσκός, ἢ κτυπῶ κατὰ γῆς τὸν ἀσκὸν (=  τὸ σῶμα).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.