σκροβοντάω
χτυπώ με μανία κάτω κάποιον ή κάτι.
φράσεις: “Θα σε σκροβοντήσω κατά γης” – “Έφαγα σκροβον΄τσά που μού ΄ρθε ο ουρανός κολοκύθι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκροβοντάω (Ἰ. sconfodare) = πλήσσω χαμαί, ἀνατρέπω εἰς τὸ δάπεδον μετὰ κρούσεως, χτυπάω κάτω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
’Σκροβοντάω § ῥίπτω τινὰ κατὰ γῆς. Μέσ. ’σκροβοντιῶμαι = πίπτω κατὰ γῆς. Π. πρόσεχε μὴ ’σκροβοντηστῇς.
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ ἀσκὸς-βροντάω = κτυπῶ κατὰ γῆς ὡς ἀσκός, ἢ κτυπῶ κατὰ γῆς τὸν ἀσκὸν (= τὸ σῶμα).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου