Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκρούμπος (ο)

παραψημένος, καρβουνισμένος, παρακαμένος.
“Το κρέας τ΄ άφησες και έγινε σκρούμπος στα κάρβουνα” – “Πήγες το φαΐ στο φούρνο και το ΄καψε, έγινε σκρούπος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκροῦμπος /ὁ/ (Ἰ. scrupolo, Ἀλ. σκρούμπ-ι) = ἀπεξηραμένος, ἀπανθρακωμένος, καρβουνιασμένος: «ἀλσμόνσε τὸ ψωμὶ στὸ φοῦρνο κι’ ἐγίνκε σκροῦμπος».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Ένα Σχόλιο

  1. Σκρούμπος , κυριολεκτικά: Το υπόλειμμα τού καμμένου μαλλιού ή μαλλίνου υφάσματος. Τό χρησιμοποιούσαν παλαιά ως επίθεμα επί πληγών καί στόν αποκομμένο ομφαλό τών νεογεννήτων, καθ’ ότι αποστειρωμένο ως προ’ι’όν καύσεως. Μεταφορικά: Φαγητό υπερβολικά ψημένο, καμμένο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.