σκρούμπος (ο)
παραψημένος, καρβουνισμένος, παρακαμένος.
“Το κρέας τ΄ άφησες και έγινε σκρούμπος στα κάρβουνα” – “Πήγες το φαΐ στο φούρνο και το ΄καψε, έγινε σκρούπος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκροῦμπος /ὁ/ (Ἰ. scrupolo, Ἀλ. σκρούμπ-ι) = ἀπεξηραμένος, ἀπανθρακωμένος, καρβουνιασμένος: «ἀλσμόνσε τὸ ψωμὶ στὸ φοῦρνο κι’ ἐγίνκε σκροῦμπος».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σπύρος Μαυρίκας -
Σκρούμπος , κυριολεκτικά: Το υπόλειμμα τού καμμένου μαλλιού ή μαλλίνου υφάσματος. Τό χρησιμοποιούσαν παλαιά ως επίθεμα επί πληγών καί στόν αποκομμένο ομφαλό τών νεογεννήτων, καθ’ ότι αποστειρωμένο ως προ’ι’όν καύσεως. Μεταφορικά: Φαγητό υπερβολικά ψημένο, καμμένο.