σκουτέλα (η)
κύπελλο πήλινο ή πορσελάνινο. Λέμε: “μια σκουτέλα γάλα του παιδιού”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Από την αρχαία κοτύλη, είδος ποτηριού, καυκί. Λατινικά scutella, σκουτέλι. (Σκαρλάτος). Ο ίδιος ετυμολογεί τη λέξη από το αρχαίο κοττίς, ίδον ίσον το όπισθεν μέρος της κεφαλής, το ίνιον.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Σκουτέλα = φλιτζάνι τσαγιοῦ, μιά σκουτέλα τσάϊ (ἕνα φλιτζάνι τσάϊ).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής