σκούρα (τα)
τα εξωτερικά παραθυρόφυλλα. “Κλείσε τα σκούρα, γιατί περνάει κηδεία”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκοῦρα /τὰ/ (Ἰ. scuri) = τὰ ἐξωτερικὰ παραθυρόφυλλα, τὰ παντζούρια.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σκοῦρο (τά, τό): (BEN. Scùro = imposta in legno) τό ξύλινο ἐξώφυλλo, παράθυρο, παντζούρι[1].
[1] http://www.meetingvenice.it/arte-e-storia/glossario/dialetto-veneziano.html
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου