Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκούπρο (το)

το σκουπίδι. Όσα μαζεύει η σκούπα με το σάρωμα. Τα σκούπρα της αυλής, του κήπου κ.λπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκοῦπρο /τὸ/ (Ἰ. scopa -are) = τὸ προϊὸν τῆς σαρώσεως, σαρίδι, σκουπίδι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σκοῦπρο = σκουπίδι, ἡ αὐλή εἶναι γεμάτη σκοῦπρα (εἶναι γεμάτη σκουπίδια).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Σκούπρα, τα: τα σκουπίδια, εκ του ρ. σκουπίζω, εξ ου και σκούπα, (λατ. scopa).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.