σκούπρο (το)
το σκουπίδι. Όσα μαζεύει η σκούπα με το σάρωμα. Τα σκούπρα της αυλής, του κήπου κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκοῦπρο /τὸ/ (Ἰ. scopa -are) = τὸ προϊὸν τῆς σαρώσεως, σαρίδι, σκουπίδι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σκοῦπρο = σκουπίδι, ἡ αὐλή εἶναι γεμάτη σκοῦπρα (εἶναι γεμάτη σκουπίδια).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Σκούπρα, τα: τα σκουπίδια, εκ του ρ. σκουπίζω, εξ ου και σκούπα, (λατ. scopa).
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα