Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκουλίδα (η)

  1. δέσμη ακατέργαστου λιναριού μετά την αφαίρεση του λιναρόσπορου. Η σκυλίδα αποτελείται από 4-5 σκ΄λιά. 4 σκυλίδες έκαναν ένα δεμάτι
  2. κατεργασμένο λινάρι έτοιμο για γνέσιμο. Μια σκουλίδα είχε 3-4 σκ΄λιά

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκ(ου)λί -δα /τὸ, ἡ/ (σκόλυς) = χειροδέσμη κατειργασμένου λιναριοῦ. «ἕνα σκλὶ λνάρ», «νιὰ σκλίδα λνάρ».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.