Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκούλη (η)

το πίσω μέρος του τσεκουριού, ή άλλων γεωργικών εργαλείων, που είναι πεπλατυσμένο, αμβλύ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκούλη /ἡ/ (σκόλυς) = τὸ ἀμβλὺ ὀπίσθιον τῶν αἰχμηρῶν γεωργικῶν ἐργαλείων (ἀξίνης, πελέκεως, σκεπαρνίου κ.τ.τ.).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σκούλη = τό πίσω μέρος διαφόρων ἐργαλείων, σκεπαρνιοῦ, ἀξίνας κ.λπ.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Σκούλη (σκολιὰ)  τὸ ἀμβλὺ μέρος τῶν μαχαιρῶν ἢ πελέκεων. Φρ. τὤδωκα μιὰ μὲ τὴ σκούλη. – Τὸ ἐναντίον τῆς σκούλης εἶνε ἡ κύψι.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.