σκούλη (η)
το πίσω μέρος του τσεκουριού, ή άλλων γεωργικών εργαλείων, που είναι πεπλατυσμένο, αμβλύ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκούλη /ἡ/ (σκόλυς) = τὸ ἀμβλὺ ὀπίσθιον τῶν αἰχμηρῶν γεωργικῶν ἐργαλείων (ἀξίνης, πελέκεως, σκεπαρνίου κ.τ.τ.).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σκούλη = τό πίσω μέρος διαφόρων ἐργαλείων, σκεπαρνιοῦ, ἀξίνας κ.λπ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Σκούλη (σκολιὰ) τὸ ἀμβλὺ μέρος τῶν μαχαιρῶν ἢ πελέκεων. Φρ. τὤδωκα μιὰ μὲ τὴ σκούλη. – Τὸ ἐναντίον τῆς σκούλης εἶνε ἡ κύψι.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός