σκόρτσο (το)
- καδρόνι, δοκάρι απ΄ αυτά που πουλιούνται στο εμπόριο
- τίναγμα, κλώτσος δοκαριού, ξύλου ή πέτρας που προσαρμόστηκε σε οικοδομή ή πρόχειρη κατασκευή
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκόρτσο /τὸ/ (Ἰ. scorza) = δοκὶς ἐμπορευσίμου ξυλείας, καδρόνι. (Ἰ. scosso, scossa) = τιναγμός, σεῖσις, λάκτισμα ἀψύχου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σκόρτσα (τά): κάλυψη τῆς στέγης; (Σκόρτσα (ἡ): Ἐπένδυση, (BEN., IT. Scorza = Ἐξωτερική ἐμφάνιση – δέρμα φιδιοῦ-ἐπιδερμίδα). Σκόρτσα (τά), τά σανίδια πάνω στά ὁποία πατοῦν τά κεραμίδια. Σανίδια ἐμπορίου.
σκόρτσο (τό): δοκάρι, καδρόνι που προέρχεται από τό ἐμπόριο. (ΙΤ. scorzo).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου