Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκόρτσο (το)

  1. καδρόνι, δοκάρι απ΄ αυτά που πουλιούνται στο εμπόριο
  2. τίναγμα, κλώτσος δοκαριού, ξύλου ή πέτρας που προσαρμόστηκε σε οικοδομή ή πρόχειρη κατασκευή

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκόρτσο /τὸ/ (Ἰ. scorza) = δοκὶς ἐμπορευσίμου ξυλείας, καδρόνι. (Ἰ. scosso, scossa) = τιναγμός, σεῖσις, λάκτισμα ἀψύχου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


σκόρτσα (τά): κάλυψη τῆς στέγης; (Σκόρτσα (ἡ): Ἐπένδυση, (BEN., IT. Scorza = Ἐξωτερική ἐμφάνιση – δέρμα φιδιοῦ-ἐπιδερμίδα). Σκόρτσα (τά), τά σανίδια πάνω στά ὁποία πατοῦν τά κεραμίδια. Σανίδια ἐμπορίου.

σκόρτσο (τό): δοκάρι, καδρόνι που προέρχεται από τό ἐμπόριο. (ΙΤ. scorzo).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.