Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκοπ(ου)λιάζω -ομαι

ρίχνω κάποιον στο έδαφος, ή σκοντάφτω και πέφτω φαρδύς-πλατύς.
“Εσκοπ΄λιάστ΄κα στ΄ μέσ΄ του δρόμου” – “Έφαγα μια σκοπ΄λιασά …”.
σκοπουλιάζω / σκοπλιάζω

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκοπ(ου)λιάζω («σκοποῦλι») = ἀνατρέπω, καταρρίπτω εἰς τὸ δάπεδον ἀβλαβῶς καὶ ὁμαλῶς ὅπως ἀνατρέπεται πλήρης ἀσκός.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Σκουπλιάστηκα, σκουπλιασά. Έφαγα λέμε μια σκουπλιασά (το -ι- δεν ακούγεται κατά την προφορά).
Το μικρό ασκί, λέγεται από μας σκοπούλι (ασκοπούλι, το -πούλι σημαίνει μικρό, το αρχαίο πώλος). Όταν είναι γεμάτο, ξεγλιστράει εύκολα και πέφτει κάτω (σα σκοπούλι), οπως σωστά το ετυμολογεί ο Λάζαρης.
Όποιος δεν προσέχει σκουπλιάζεται. (Φαινομενικά δείχνει να σχετίζεται και με το σκόπελος, με την έννοια του σκόνταψα, κι έπεσα. Άλλο όμως αυτό).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Σκοπουλιάζω = ρίχνω κάποιον μέ δύναμη στό ἔδαφος σάν φουσκωμένο σκοπούλι.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.