σκλημιδάω -εύω
σαλτοκοπάω, χοροπηδάω κάνοντας διάφορα παιχνίδια. Λέγεται για τα μικρά ζώα, κατσικάκια, αρνιά κ.λπ. Επίσης για τα πουλάρια, μοσκάρια, άλογα κ.ά.
“Το πουλάρι επήρε ένα σκλημίδι κι έφυγε, κι εγώ το κυνηγούσα, μα που να το φτάσω”.
Αγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. Ι, 454: “Και να ένα βόδι π΄ άγγιξεν / η μύγα, κι ωσά φίδι / όλη του ελύγιε την κοιλιά, / …στα μάτια η φλέβα εφούντωσε / και το σκοινί είχε κόψει / να σκλημιδήσει στο γυρισμό”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκλημιδεύω (σκυμνεύω, σκολιὸς -εύω; Ἰ. scombuiare, scamoiare) = χοροπηδῶ ἀπὸ περίσσειαν ζωτικότητος καὶ εὐεξίας (ἐπὶ νεογνῶν κατοικιδίων).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σκλημιδεύω = χοροπηδῶ, σκλημιδεύουν τά πρόβατα (χοροπηδοῦν τά πρόβατα), ἔνδειξις καλῆς ὑγείας καί ἀκμῆς αὐτῶν.