Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκέβρωμα

Στράβωμα. (σκεδρός). Βαλαωρίτης, Φωτεινός (337). “Ποτέ τους ρόζο ή σκεύρωμα (με δίφθογγο εδώ) δεν είχαν τα ξύλα του αλετριού”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.