Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκέρος (ο)

ναυπηγείο, επιδιορθωτήριο σκαφών.
φράση που λέγεται για τα υπό κατασκευή πλεούμενα που μένουν στο ναυπηγείο για πολύ χρόνο παραμελημένα: “Τι την έκαμες τη βάρκα σου; – Α, έμεινε στο σκέρο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκέρος /ὁ/ (ἐσχάρα, Ἰ. squero) = ναυπηγεῖον. «ἔμεινε στὸ σκέρο» = ἔμεινεν εἰς τὸ ναυπηγεῖον ἡμιτελής, παρημελήθη, ἀπέμεινεν ἀνεξέλικτος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


σκέρος (ὁ): ἐσχάρα, ναυπηγεῖο, ἐπιδιορθωτήριο σκαφῶν, (ΙΤ. squèro).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.