σκαρτάρω 29 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σκαρτάρω (Ἰ. scartare) = ὑπολείπομαι, εἶμαι ἀνακριβής, ἀποβάλλω τὰ περιττὰ παιχνιόχαρτα.