σκαρπέλο (τό)
Σκαρπέλλο /τὸ/ (Ἰ. scarpello) = σμίλη, γλυφίς, κοπίδιον λιθοξόοου ἢ ξυλουργοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σκαρπέλο (τό): σμίλη, κοπίδι λιθοξόου ἤ ξυλουργοῦ, (BEN. scarpèllo).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σκαρπέλλο /τὸ/ (Ἰ. scarpello) = σμίλη, γλυφίς, κοπίδιον λιθοξόοου ἢ ξυλουργοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σκαρπέλο (τό): σμίλη, κοπίδι λιθοξόου ἤ ξυλουργοῦ, (BEN. scarpèllo).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου