σκαρπάρω
Σκαρπάρω (Ἰ. scarpa, sciarpare) = ἐκφεύγω τῆς κατακορύφου, ἀποσυντίθεμαι, ἀποκλίνω ἐπικινδύνως.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σκαρπάρω (Ἰ. scarpa, sciarpare) = ἐκφεύγω τῆς κατακορύφου, ἀποσυντίθεμαι, ἀποκλίνω ἐπικινδύνως.