σκαρπάρω 12 Μαρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 σκαρπάρω: ἐκφεύγω τῆς κατακορύφου, ἀποσυντίθεμαι, ἀποκλίνω ἐπικινδύνως, (BEN. scarpa).