σκαροβλογιά (η)
ευλογιά. Κατάρα: “Να σε φάει κακή σκαροβλογιά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκαροβλογιὰ /ἡ/ (σκαίρω, εὐλογία) = εὐλογία βαρείας μορφῆς: «κακὴ σκαροβλογιὰ νὰ σὲ φάῃ».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σχετίζεται με το ρήμα σκαίρω με σημασία εδώ την αναπήδηση, έξαρση της τότε τρομερής νόσου, λοιμικής, που κατ΄ ευφημισμό λέγεται ευλογιά και στη συνέχεια βλογιά (και βλογιασμένος, ο προσβεβλημένος από τη νόσο, αλλά και γνωστό παρατσούκλι στο χωριό).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Σκαροβλογιά = εὐλογιά βαρειᾶς μορφῆς. Μπά πού νά σέ φάει μαύρη σκαροβλογιά, βρισιά γυναίκας πρός ἀνυπόφορο παιδί.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
ΚΑΤΩΜΕΡΙΤΗΣ -
Η γιαγιά μου το χρησιμοποιεί για ευχαίρεια λόγου ως “Σκαροβλογιασμένο”. Πχ. “Τι κάνεις εκεί μωρέ σκαροβλογιασμένο;”