Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκαρφίζω

Σκαρφίζω («σκάρφη») = ἐμβαπτίζω εἰς ἀφέψημα «σκάρφης»: «ἐσκάρφσε τὰ δόντια π’ τ’ πονούγανε».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.