Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκάρφη (η)

  1. το φυτό ελλεβόρος, κοινώς αγκλέορας ή στερογιάκι.
    (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 188): “Η σκάρφη είναι βοτάνι βασιλικόν. Έπαρε από την ρίζαν του ελλεβόρου και βάλε μέσα εις το πονεμένον και κουφό αυτί και την αλλάζεις ταχύ και βράδυ και υγιαίνει” – “Έπαρε ρίζαν της σκάρφης, ήγουν ελλέβορον μαύρον”.
  2. το πολύ αλμυρό. “Σήμερα το φαΐ το ΄καμες σκάρφη, νοικοκυρά μου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκάρφη /ἡ/ (σκαίρω) = τὸ φαρμακευτικὸν φυτὸν ἐλλέβορον ἢ βέραθρον, πικρός, ὄξεινος (ὅπως τὸ ἐλλέβορον βραζόμενον εἰς ὄξος).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σκάρφη = 1. στερογιάνι, χόρτο τοξικό μέ θεραπευτικές ἰδιότητες,
2. πολύ ἁρμυρό φαγητό, ἔκανες λύσσα (τό ἔκανες σκάρφη).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.