σκαπ(ου)λάω – σκαπουλάρω
Σκαπουλάω (Ἰ. scapolare, sgabellare) = έλευθεροῦμαι, διαφεύγω, σώζομαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σκαπουλάρω. Σκαπούλησα, τη γλίτωσα. Αυτό με το ιταλικό scapolare, διαφεύγω.
Ο Λάζαρης το έχει (σκαπ-ου-λάω). Στον Κοντομίχη δεν το βλέπω.
Στο χωριό είναι και σήμερα εύχρηστο. Αυτός – λέμε – τη σκαπούλαρησε, γλίτωσε (αντί του σκαπούλησε), πιο κοντά στο ιταλικό ρήμα scapolare.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης