σκανταλέτο (το)
σύνεργο (“σίδερο”) με το οποίο εζέσταιναν το κρεβάτι οι παλιοί αστοί και άρχοντες, πριν κοιμηθούν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκανταλέτο /τὸ/ (Ἰ. scalda-letto) = εἰδικὸν πύραυνον (θερμοφόρος) διὰ τοῦ ὁποίου θερμαίνεται ἡ κλίνη πρὸ τῆς κατακλίσεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης