σκαντάγιο (το)
τη λέξη χρησιμοποιούν οι ψαράδες της ανοιχτής θάλασσας. Σημαίνει ενέδρα εις το πέλαγος ώσπου να φανεί κοπάδι ψαριών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκαντάγιο /τὸ/ (Ἰ. scadaglio) = βολὶς βυθομετρήσεως, βολιδοσκόπησις, λογισμός, δοκιμή, ἀναμονή, ἐνέδρα τοῦ ἁλιευτικοῦ εἰς τὸ πέλαγος μέχρις ὅτου ἐμφανισθῇ σμῆνος ψαριῶν ποὺ «ἀμπουλάρει» ἥ «κιομπάρει».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης