Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σίσκλος (ο)

  1. το δοχείο που αντλούν νερό από τα πηγάδια, κοινώς λάτα
  2. μέτρο χωρητικότητας υγρών = 22 καρτούτσα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σίσκλος /ὁ/ (σίσκλος) = μετάλλινον ἀγγεῖον ἀντλήσεως ὕδατος ἐκ φρεάτων, κουβᾶς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


το γνωστό και πολύ χρήσιμο σκεύος για άντληση νερού, από πηγάδι, πότισμα νερού ζώου κ.λπ. Είναι και αυτό (όπως το προηγούμενο) ανασυρτήρι. Είναι η λέξη σίσκλος, που εμείς του βάλαμε κι ένα σ και το κάναμε σίκλος και είναι ο κουβάς. η προέλευση της λέξης είναι από το λατινικό situla (υδρία)

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Σίσκλος = κουβᾶς κωνικός ἀπό λευκοσίδηρο.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.