σ(ι)ναπιδιάζω 25 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σ(ι)ναπιδιάζω (σίναπι) = προσβάλλομαι ἀπὸ τὴν παρασιτικὴν νόσον τῶν φυτῶν «σιναπίδι».