σιγάω
σταματώ, παύω.
Δε χρησιμοποιείται αντί του σιωπώ.
“Αυτός ο νιος δε σ΄γάει ολότελα, όλη μέρα σκούζει” – “η βροχή ούτε που σιγάει …” – “Εξακολουθείς να παίζεις χαρτιά; – Μωρ΄ δε σ΄γοντάρω καθόλου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(ι)γάρω (σιγάω -ῶ) = παύω τὴν κωπῃλασίαν, κωπηλατῶ ἀντιθέτως διὰ νὰ ἀνακόψω τὴν πλεῦσιν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σιγάω = παύομαι, οὐδέποτε δὲ ἀντὶ τοῦ σιωπῶ. Φρ. Γιατὶ δὲν τρῷς; Ἀπάντ. δὲν σιγάω – ἡ βροχὴ δὲ θέλει νὰ σιγήσῃ.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός