σιγαλός
Σιγαλός, § σιγηλός, ἥσυχος, ἐξ οὗ καὶ ἡ παροιμία φλάγου ἀπὸ τὸ σιγαλὸ ποτάμι ἐπὶ τῶν κρυψινόων καὶ ὑποκριτῶν.
Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. σιγανός.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σιγαλός, § σιγηλός, ἥσυχος, ἐξ οὗ καὶ ἡ παροιμία φλάγου ἀπὸ τὸ σιγαλὸ ποτάμι ἐπὶ τῶν κρυψινόων καὶ ὑποκριτῶν.
Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. σιγανός.