Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σι(ε)γοντάρω

βοηθώ, συμμερίζομαι τις απόψεις κάποιου.
ουσ.: σιγόντο
(σιεγοντάρω / σιγοντάρω)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σιγοντάρω (Ἰ. secondare) = ἕπομαι, ἀκολουθῶ, βοηθῶ, ἐνισχύω, εὐνοῶ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σιγοντάρω = ὑποβοηθῶ, θά σέ σιγοντάρω λίγο (θά σέ βοηθήσω λίγο).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.