σι(ε)γοντάρω
βοηθώ, συμμερίζομαι τις απόψεις κάποιου.
ουσ.: σιγόντο
(σιεγοντάρω / σιγοντάρω)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σιγοντάρω (Ἰ. secondare) = ἕπομαι, ἀκολουθῶ, βοηθῶ, ἐνισχύω, εὐνοῶ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σιγοντάρω = ὑποβοηθῶ, θά σέ σιγοντάρω λίγο (θά σέ βοηθήσω λίγο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής