σγαράρω
είμαι σκάρτος, ζυγιάζω σκάρσα, κλέφτω τους πελάτες στο ζύγι. φράση: “ο μαγαζάτορας ο δικός μας δε σγαράρει”.
Τη λέξη όμως την χρησιμοποιούμε και σ΄ άλλες περιπτώσεις με την έννοια του περισσεύει, υπολείπεται κ.λπ. Π.χ. όταν ένα φόρεμα (ανδρικό ή γυναικείο) είναι τέλειο, λέμε: “Μωρ΄ δε σγαράρει ούτε κλωστή”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σγαράρω (Ἰ. sgarare, Ἀ. Τ. ἠσγὰρ) = ἐκφεύγω τῆς συμμετρίας, διαφέρω, ὑπολείπομαι, ἐξέχω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σγαράρω, παρασγαράρω: ἐκφεύγω τῆς συμμετρίας, διαφέρω, ἐξέχω, (ΙΤ. sgarro).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου