Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σγαράρω

είμαι σκάρτος, ζυγιάζω σκάρσα, κλέφτω τους πελάτες στο ζύγι.  φράση: “ο μαγαζάτορας ο δικός μας δε σγαράρει”.
Τη λέξη όμως την χρησιμοποιούμε και σ΄ άλλες περιπτώσεις με την έννοια του περισσεύει, υπολείπεται κ.λπ. Π.χ. όταν ένα φόρεμα (ανδρικό ή γυναικείο) είναι τέλειο, λέμε: “Μωρ΄ δε σγαράρει ούτε κλωστή”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σγαράρω (Ἰ. sgarare, Ἀ. Τ. ἠσγὰρ) = ἐκφεύγω τῆς συμμετρίας, διαφέρω, ὑπολείπομαι, ἐξέχω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


σγαράρω, παρασγαράρω: ἐκφεύγω τῆς συμμετρίας, διαφέρω, ἐξέχω, (ΙΤ. sgarro).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.