σφοντήλι (το) ή σφοντύλι
σπόνδυλος, σχήμα κολούρου κώνου με τρύπα στο κέντρο. Στην τρύπα αυτή μπήγεται το αδράχτι και ισορροπημένο μ΄ αυτό το βάρος περιστρέφεται γληγορότερα και στρίβει το νήμα της ρόκας. Είναι ξύλινο ή πήλινο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σφοντῆλ(ι) /τὸ/ = κωνικὸς σπόνδυλος προσαρμοζόμενος εἰς τὸ ἕτερον ἄκρον τῆς ἀτράκτου πρὸς περίστρεψιν νήματος, τὸ ἀδενικὸν σῶμα τοῦ γυναικείου μαστοῦ.
Σφοντύλι § τὸ τοῦ ἀτράκτου γνωστὸν ἐργαλεῖον ἐν τῷ πιεστηρίῳ τοῦ ἐλαιοτριβείου κληθὲν οὕτω διὰ τὴν ὁμοιότητά του πρὸς τὸ σφονδύλιον τοῦ ἀτράκτου.
Σημ. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν β’ σημασίαν. Ἐγένετο ἐκ τοῦ σφόνδυλος (Σύλλ. 43).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου