σερβίρω
Εκτός από τις γενικά γνωστές σημασίες, σημειώνουμε και τις εξής: προσκομίζω, προσπορίζω, συμφέρει (κάποιον), χρησιμοποιώ.
Σημειώσεις χργφ του 1745, οκτομβρίου 29: Επούλισα το ρακί σέκια ενιά … Το λάδι εσερβίρισε και αυτό μερικό παρά, ης το σπήτη … Έκαμα και λινάρι ης το Βαρδάνι λίτρες 80, το οπίο το εσερβιρίστηκα ης το σπίτι” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).
Σήμερα λέμε: “Αν σε σερβίρει, κάμε το”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σερβίρω (Ἰ. servire) = χρησιμεύω, ἐξυπηρετῶ, διευκολύνω. «δὲ μὲ σερβίρει».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
(Απρόσωπο). Δε με σερβίρει, με την έννοια του δε με εξυπηρετεί, ή συμφέρει (πέρα της γνωστής του σερβιρίσματος φαγητού κ.λπ).
Από το ιταλικό servire και τη δεύτερη σημασία του χρησιμεύω, ωφελώ ή και βοηθώ, “δε με σερβίρει (με βοηθάει) η γλώσσα μου … / οι γνώσεις μου”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης