σερπετό (το)
το ερπετό, το φίδι.
μτφ, ο άνθρωπος, ο ευκίνητος, ο επιτήδειος αλλά και ο επικίνδυνος, “Είσαι κακό σερπετό, κι εσύ, έγνοια σου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σερπετὸ /τό/ (Ἰ. serpente) = ἑρπετόν, ὄφις, φεῖδι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τα ερπετά. Το σ δίνει τη δασεία στη λέξη. Ο Βαλαωρίτης (Διάκος): ” τα ερπετά δειλιάζουν” (σελ. 281).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης