σεργιανάνω – ίζω 11 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σεργιανάνω – ίζω (Ἀ. Τ. σεϊρὰν) = περιπατῶ πρὸς ἀναψυχήν, περιδιαβάζω.