Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σεργιά (η)

η ράτσα, το σόι.
“Η προβατίνα είναι από σεργιά” – “Πέτυχα από καλή σεργιά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Σεργιά = σόϊ, ράτσα, φυλή, τήν πῆρε γιατί εἶναι ἀπό σεργιά (γιατί εἶναι ἀπό σόϊ).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.