σεντσάρω 11 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σεντσάρω (Ἰ. sentenziare) = προσυμφωνῶ, ἀπαλλοτριῶ, μεταβιβάζω ἐπί προκαταβολῇ ἀρραβῶνος.