Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σεντέκολο

Σεντέκολο /τὸ/ (Ἰ. sano sentarsi) = καχεκτικός, ἰσχνός, ἀδύνατος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


σεντέκολα = (σκπτ) η κακογηρασμένη και μπεμπεκίζουσα γυναίκα, αλλά και η ασουλούπωτη, ατημέλητη

(πιθ. από το Ιτλ. cento = εκατό ή τη λέξη  secolo = εκατονταεής, αιώνας)

Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.