σενιάρω
Σενιάρω (Ἰ. segnare) = σημειῶ, ἀντιλαμβάνομαι, διακρίνω, ἀναγνωρίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σενιάρω καί ἀσενιάρω = μπαίνω στό νόημα, κάτι καταλαβαίνω, σενιάρω ποῦ εἶναι (καταλαβαίνω ποῦ εἶναι).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
βλ. και ἀσυνιάρω καί συνιάρω