Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σέλλα (η)

  1. η σέλλα, το έφιππιον, το κάθισμα του ιππέα.
  2. το μεταξύ των δύο σκελών (μπ΄γεναριών) του αντρικού παντελονιού μέρος, το λεγόμενο κάθισμα ή καβάλος. Σε σατ. δημ. τραγ. του τόπου μας διαβάζομε: “Κι απά΄ στις δεκαοχτώ το βράδυ / μου ΄φκιασε το μπουγενάρι. Βγάνει και απ΄ την κασέλα / και μ΄ απόσωσε τη σέλλα. / Μα ήτανε νοικοκυρά …”. (Δημοτικά τραγούδια της Λευκάδας, σελ. 199).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.