σέμπρος
Η λέξη, γνωστή σε όλη την Ελλάδα, δεν θα μας απασχολούσε εδώ, αν δεν είχαμε να καταγράψουμε ορισμένες εθιμικές καταστάσεις τοπικού ενδιαφέροντος, που είχαν και το ξεχωριστό – απ΄ ό,τι ίσχυε στο άλλο νησί – ενδιαφέρον. (πρόκειται για σέμπρους του Μεγανησίου). Κι όλα αυτά βέβαια καλύπτονταν από το εθιμικό δίκαιο.
Σημειώνουμε μερικές σέμπρικες συμφωνίες: “Άλλα αμπέλια είχε ο νοικοκύρης (που τα καλλιεργούσε) κι άλλα έπαιρνε ο σέμπρος” (που ήταν και αυτά του νοικοκύρη). “Τα σέμπρικα τα φύτευε ο σέμπρος ή μαζί με το νοικοκύρη και χώριζαν στη μέση τα σταφύλια” – ” Όταν ξαμπέλωναν τα αμπελοχώραφα μοίραζαν στη μέση τις ελιές που είχε κεντρώσει ο σέμπρος” (Κ. Πάλμου, Μεγανησιώτικα, Αθήνα 1992, σελ. 48).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σέμπρος – α / ὁ, ἡ/ (Ἰ. severo, scevro, Sl. σέbρy) = ἐμφυτευτής ἐμφυτευτής, ἐπίμορτος καλλιεργητής, κολλῆγος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
“Συνέταιρος γεωργού”. Κατά τον Ανδριώτη κ.ά. σλάβικο sebru. Η σεμπριά είναι αντίστοιχη της πεθεράς.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Σέμπρος = μεσακάρης, συνέταιρος, κόλιγας.
Σέμπρος συμμεριστής, συμμέτοχος.
επίμορτος καλλιεργητής
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας